ακαρατόμητος

ακαρατόμητος
-η, -ο
αυτός που δεν καρατομήθηκε, δεν αποκεφαλίστηκε: Την τελευταία στιγμή τού δόθηκε χάρη κι έμεινε ακαρατόμητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαρατόμητος — η, ο [καρατομώ] αυτός που δεν έχει καρατομηθεί, που δεν τού έκοψαν το κεφάλι με τη λαιμητόμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”